ΕΛ/ΛΑΚ | creativecommons.gr | mycontent.ellak.gr |
freedom

Η αποτυχία του Άρθρου 8 της Οδηγίας DSM: Όταν η νομοθεσία κλείδωσε την πολιτιστική μας μνήμη

Η Οδηγία για τα Δικαιώματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας στην Ψηφιακή Ενιαία Αγορά (DSM Directive) αποτέλεσε ένα από τα πιο φιλόδοξα νομοθετικά εγχειρήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μεταξύ των διατάξεών της, το Άρθρο 8 υποσχόταν να ανοίξει το δρόμο για την ελεύθερη ψηφιακή πρόσβαση στην πολιτιστική μας κληρονομιά — έργα που βρίσκονται εκτός εμπορικής εκμετάλλευσης, αλλά έχουν τεράστια αξία για τη συλλογική μνήμη και την έρευνα. Ωστόσο, λίγα χρόνια μετά την εφαρμογή του, η πραγματικότητα αποδεικνύει πως το Άρθρο 8 απέτυχε να εκπληρώσει την υπόσχεσή του.

Από το όραμα στην πραγματικότητα

Η φιλοσοφία πίσω από το Άρθρο 8 ήταν οραματική: να δημιουργηθεί μια αποκεντρωμένη ψηφιακή βιβλιοθήκη και αρχείο που θα προσέφερε πρόσβαση σε έργα του 20ού αιώνα τα οποία παραμένουν σήμερα «κλειδωμένα» σε πολιτιστικούς φορείς (όπως μουσεία, βιβλιοθήκες και αρχεία). Η λεγόμενη «Μαύρη Τρύπα του 20ού Αιώνα» — εκατομμύρια έργα που δεν είναι πλέον εμπορικά διαθέσιμα αλλά εξακολουθούν να προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα — θα μπορούσε, επιτέλους, να φωτιστεί.

Το νομοθετικό πλαίσιο προέβλεπε δύο μηχανισμούς:

  1. Τη δυνατότητα των πολιτιστικών ιδρυμάτων (Cultural Heritage Institutions – CHIs) να λαμβάνουν άδειες από Οργανισμούς Συλλογικής Διαχείρισης (Collective Management Organisations – CMOs).
  2. Μια εναλλακτική εξαίρεση για περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει «επαρκώς αντιπροσωπευτικός» οργανισμός CMO.

Στην πράξη, όμως, αυτό το δίπολο — άδεια πρώτα, εξαίρεση έπειτα — δημιούργησε περισσότερα εμπόδια απ’ όσα έλυσε.

Ένα ασύμμετρο τοπίο στην Ευρώπη

Τα στατιστικά δεδομένα από το EUIPO OOC Portal (το επίσημο ευρωπαϊκό μητρώο έργων εκτός εμπορίου) αποκαλύπτουν μια ανισόρροπη και κατακερματισμένη εικόνα. Παρότι έχουν καταγραφεί περίπου 2,4 εκατομμύρια έργα, το 92% αυτών προέρχεται μόνο από τρεις χώρες: Σλοβακία, Τσεχία και Ολλανδία. Η υπόλοιπη Ευρώπη, ουσιαστικά, παραμένει εκτός παιγνιδιού.

Η επιτυχία αυτών των χωρών δεν οφείλεται στην ευρωπαϊκή πολιτική, αλλά σε προϋπάρχουσες συνεργασίες μεταξύ CMOs και πολιτιστικών ιδρυμάτων ή σε ισχυρούς δημόσιους θεσμούς που κατάφεραν να ξεπεράσουν τη γραφειοκρατία. Αντί για μια ενιαία ψηφιακή αγορά, έχουμε ένα παζλ εθνικών πρωτοβουλιών, χωρίς συνοχή και χωρίς κοινή στρατηγική.

Οι αριθμοί αποκαλύπτουν την ανισορροπία

Ακόμη πιο ενδεικτική είναι η στάση των ίδιων των δικαιούχων. Από τα 2,4 εκατομμύρια έργα που έχουν δηλωθεί ως «εκτός εμπορίου», μόλις 320 δημιουργοί επέλεξαν να κάνουν χρήση του δικαιώματος εξαίρεσης (opt-out). Αυτό σημαίνει ότι ένας μόνο δικαιούχος αντιστοιχεί σε κάθε 7.500 έργα! Τα στοιχεία αυτά δείχνουν πως οι κάτοχοι δικαιωμάτων δεν ανησυχούν πραγματικά για τη χρήση αυτών των έργων — αντιθέτως, το πρόβλημα προέρχεται από τη δυσλειτουργία του ίδιου του συστήματος.

Επιπλέον, το οικονομικό σκέλος φανερώνει την παράλογη φύση της αγοράς. Στις τρεις χώρες που έχουν τα περισσότερα καταγεγραμμένα έργα, οι άδειες κοστίζουν συνολικά περίπου 1,2 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, ποσό που αντιστοιχεί σε λιγότερο από 1 ευρώ ανά έργο το χρόνο. Ένα τέτοιο ποσό μετά βίας καλύπτει τα διοικητικά έξοδα των CMOs, πόσο μάλλον να συνιστά ουσιαστική «αντιστάθμιση» για τους δημιουργούς. Παρ’ όλα αυτά, σε ορισμένες χώρες (όπως η Γερμανία και το Λουξεμβούργο) οι άδειες απαιτούνται εκ των προτέρων και για όλη τη διάρκεια της προστασίας, καθιστώντας τη διαδικασία πρακτικά ανέφικτη.

Νομοθετική αποτυχία από σχεδιασμό

Η βασική παθογένεια του Άρθρου 8 είναι ότι υποχρεώνει δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους να διαπραγματευτούν:
από τη μία, τα δημόσια πολιτιστικά ιδρύματα με αποστολή τη διατήρηση και διάδοση της γνώσης· από την άλλη, οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης, που λειτουργούν με πρωταρχικό στόχο την οικονομική απόδοση για τα μέλη τους.

Η νομοθεσία δίνει στους CMOs ένα “δικαίωμα αρνησικυρίας” (CMO veto). Η εξαίρεση του Άρθρου 8(2) μπορεί να ενεργοποιηθεί μόνο εφόσον δεν υπάρχει “επαρκώς αντιπροσωπευτικός” CMO. Αν όμως ένας τέτοιος οργανισμός υπάρχει — ακόμη κι αν αρνείται να διαπραγματευτεί ή θέτει παράλογους όρους — τα πολιτιστικά ιδρύματα δεν έχουν διέξοδο. Ο νόμος ρωτά: «Υπάρχει CMO;» αντί να ρωτά: «Υπάρχει διαθέσιμη ή εύλογη άδεια;».

Το αποτέλεσμα είναι παράλυση. Οι διαπραγματεύσεις διαρκούν χρόνια: στη Γερμανία, τέσσερα χρόνια επίπονων συζητήσεων χωρίς ικανοποιητική συμφωνία· στην Ολλανδία, δύο έως τρία χρόνια για κάθε κατηγορία έργων· στο Βέλγιο, ατέρμονες συζητήσεις χωρίς τελικό αποτέλεσμα· στη Σουηδία, πλήρης άρνηση αδειοδότησης. Οι μικρότεροι οργανισμοί δεν έχουν καν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν σε τέτοιες διαδικασίες.

Η κατάσταση αυτή δείχνει ότι το σύστημα αποτυγχάνει από σχεδιασμό, όχι από σύμπτωση. Μόνο εκεί όπου προϋπήρχαν συνεργασίες ή ισχυροί δημόσιοι θεσμοί, καταγράφηκαν κάποιες μεμονωμένες επιτυχίες.

Το παράδοξο της «ισορροπίας» δικαιωμάτων

Ενώ η Οδηγία DSM στοχεύει γενικά στη διόρθωση ανισοτήτων υπέρ των δημιουργών, το Άρθρο 8 δημιούργησε μια νέα μορφή ανισορροπίας — αυτή τη φορά εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος. Οι πολιτιστικοί θεσμοί, που λειτουργούν για λογαριασμό της κοινωνίας, εξαρτώνται πλέον από την καλή θέληση ιδιωτικών οργανισμών με διαφορετικά κίνητρα. Έτσι, η ψηφιακή πρόσβαση στη γνώση μπορεί να «παγώσει» επ’ αόριστον, όχι λόγω προστασίας των δημιουργών, αλλά εξαιτίας θεσμικής αδράνειας.

Μια νέα προσέγγιση: από το «άδεια πρώτα» στο «εξαίρεση πρώτα»

Η λύση δεν απαιτεί την κατάργηση του Άρθρου 8, αλλά την αντιστροφή της λογικής του. Η πρόταση που κερδίζει έδαφος είναι η μετάβαση από ένα σύστημα “license-first” σε ένα “exception-first”. Δηλαδή, η εξαίρεση θα πρέπει να αποτελεί τον κανόνα, εκτός αν υπάρχει πραγματικά εύλογη και διαθέσιμη άδεια.

Η νομοθεσία θα πρέπει να αναρωτιέται όχι αν υπάρχει CMO, αλλά αν απαιτείται πράγματι άδεια. Αν ο οργανισμός δεν προσφέρει ρεαλιστική λύση, το πολιτιστικό ίδρυμα πρέπει να έχει το δικαίωμα να αξιοποιήσει το έργο βάσει της εξαίρεσης. Έτσι διατηρείται η «δίκαιη ισορροπία» της Οδηγίας: τα δικαιώματα των δημιουργών προστατεύονται μέσω του μηχανισμού opt-out, ενώ τα έργα που κανείς δεν ενδιαφέρεται να εκμεταλλευτεί εμπορικά μπορούν να διασωθούν και να καταστούν προσβάσιμα.

Γιατί έχει σημασία

Η αποτυχία του Άρθρου 8 δεν είναι απλώς μια νομική αποτυχία· είναι ένα πλήγμα για την ίδια την ευρωπαϊκή πολιτιστική ταυτότητα. Στην ψηφιακή εποχή, η πρόσβαση στην πολιτιστική κληρονομιά δεν είναι πολυτέλεια αλλά αναγκαιότητα. Οι ερευνητές, οι εκπαιδευτικοί, οι φοιτητές και οι δημιουργοί εξαρτώνται από την ελεύθερη πρόσβαση στο παρελθόν για να δημιουργήσουν το μέλλον.

Η πολιτική της ΕΕ οφείλει να στηρίξει αυτή τη μετάβαση από την «προστασία» στη διάδοση της γνώσης, με δίκαιους όρους για όλους. Το σημερινό πλαίσιο προστατεύει έργα που οι ίδιοι οι δημιουργοί δεν ενδιαφέρονται να επαναχρησιμοποιήσουν, αλλά στερεί από την κοινωνία τη δυνατότητα να τα γνωρίσει.

Το Άρθρο 8 της Οδηγίας DSM σχεδιάστηκε για να αποτελέσει το «κλειδί» που θα ξεκλειδώσει το ντουλάπι της συλλογικής μας μνήμης. Αντί γι’ αυτό, δημιούργησε ένα περίπλοκο μηχανισμό που συχνά εγκλωβίζει τα έργα στο παρελθόν. Αν δεν υπάρξει νομοθετική διόρθωση, η Ευρώπη κινδυνεύει να αφήσει πίσω της μια χαμένη ψηφιακή κληρονομιά — ένα πολιτιστικό απόθεμα προσβάσιμο μόνο σε λίγους, αντί για όλους.

Η μεταρρύθμιση είναι επείγουσα: πρέπει να δοθεί στα πολιτιστικά ιδρύματα το “σωστό κλειδί” για να ανοίξουν το ερμάριο της κοινής μας ιστορίας. Μόνο τότε θα μπορέσουμε να μιλήσουμε για μια πραγματική Ψηφιακή Ενιαία Αγορά που υπηρετεί όχι τις αγορές, αλλά τη μνήμη και τη γνώση των ευρωπαϊκών κοινωνιών.

Πηγή άρθρου: https://communia-association.org/2

Leave a Comment