ΕΛ/ΛΑΚ | creativecommons.gr | mycontent.ellak.gr |
freedom

Αποκεντρωμένη ψηφιακή ταυτοποίηση – Πόσο κοντά είμαστε στην νέα εποχή της ψηφιακής ταυτοποίησης και πως μπορεί να ενδυναμώσει τους πολίτες στον ψηφιακό κόσμο;

Σχήμα 1 – Η γελοιογραφία του Peter Steiner – “On the Internet, nobody knows you’re a dog”

Του Ιωάννη Κροντήρη*

Aπό το 1993 που ο Peter Steiner δημοσίευσε αυτήν την γελοιογραφία μέχρι σήμερα, δεν έχουν αλλάξει πολλά ως προς τη διαχείριση της ψηφιακής μας ταυτότητας στο Διαδίκτυο. Ο καθένας μπορεί να είναι όποιος θέλει, και αυτό γιατί δεν υπάρχει ένας εύκολος τρόπος να πιστοποιήσει προσωπικά χαρακτηριστικά που τον αφορούν, όπως το ότι είναι ενήλικας, ή ότι μένει σε μια συγκεκριμένη διεύθυνση, ή ότι έχει πτυχίο από το συγκεκριμένο πανεπιστήμιο, κτλ. Μπορεί να ισχυρίζεται ό,τι θέλει χωρίς να υπάρχει κάποιος εύκολος τρόπος να το αποδείξει.

Στην πραγματική ζωή αυτό γίνεται φυσικά έχοντας διαπιστευτήρια στο πορτοφόλι μας για τα πάντα. Κάθε φορά που επιβιβαζομαστε σε αεροπλάνο, νοικιάζουμε αυτοκίνητο, κάνουμε κράτηση σε ξενοδοχείο ή δανειζόμαστε ένα βιβλίο από την βιβλιοθήκη, αποδεικνύουμε κάποιο χαρακτηριστικό σχετικά με εμάς απλά ανοίγοντας το πορτοφόλι μας και δείχνοντας ένα ή περισσότερα διαπιστευτήρια που περιέχουν αξιώσεις που έχουν εκδοθεί από μια αξιόπιστη αρχή (που ονομάζεται εκδοτική αρχή) σε άλλο άνθρωπο ή εταιρεία που πρέπει να εμπιστευτεί την αξίωση (ονομάζεται επαληθευτής).

Ωστόσο το Διαδίκτυο αναπτύχθηκε αρχικά στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 για να συνδέει μηχανές και όχι ανθρώπους. Ο σχεδιασμός του που βασίζεται σε πακέτα και το πρωτόκολλο TCP/IP αποδείχτηκε αποτελεσματικός για να μπορούν μηχανές να συνδέονται μεταξύ τους και να ανταλλάσσουν δεδομένα. Μία διεύθυνση IP όμως δεν λέει τίποτα για το άτομο που κάθεται πίσω από έναν υπολογιστή. Έτσι λοιπόν, δημιουργήθηκε ένα κενό για την διαχείριση της ταυτότητας των ανθρώπων στο Διαδίκτυο, ώστε να ξέρουμε με ποιόν μιλάμε. Ως αποτέλεσμα, έχουμε (ως χρήστες) το βάρος του να δημιουργούμε έναν ξεχωριστό λογαριασμό σε κάθε ένα website και για κάθε μια υπηρεσία που θέλουμε να χρησιμοποιούμε και να διαχειριζόμαστε μόνοι μας εκατοντάδες λογαριασμούς και κωδικούς. Φυσικά το αποτέλεσμα είναι ότι ο χρήστης δεν μπορεί να το διαχειριστεί όλο αυτό σωστά και επαναχρησιμοποιεί τους ίδιους κωδικούς σε πολλαπλούς λογαριασμούς, με όλα τα προβλήματα ασφαλείας που ήδη γνωρίζουμε.

Σχήμα 2

Το πρόβλημα με αυτό το “παλαιολιθικό” μοντέλο δεν είναι μόνο τα προβλήματα ασφαλείας όμως. Στο Σχήμα 2 που δείχνει το κεντρικοποιημένο μοντέλο που μόλις αναφέραμε, από την οπτική ενός οργανισμού, ο χρήστης υπάρχει μόνο και μόνο επειδή έχει λογαριασμό στο σύστημά του. Δηλαδή ένας χρήστης έχει άδεια να συνδεθεί σε έναν ιστότοπο, μια υπηρεσία ή μια εφαρμογή επειδή ο παρέχοντας οργανισμός του “δανείζει” κάποια διαπιστευτήρια για να τον αντιπροσωπεύουν. Στο τέλος, αυτά τα διαπιστευτήρια ανήκουν και ελέγχονται από τον οργανισμό. Εάν ο χρήστης διαγράψει τον λογαριασμό του σε αυτόν τον οργανισμό, παύει να έχει δυνατότητα πρόσβασης στις αντίστοιχες υπηρεσίες, ωστόσο, όλα τα δεδομένα σχετικά με αυτόν τον χρήστη θα εξακολουθούν να υπάρχουν και να ανήκουν στον οργανισμό, έξω από κάθε έλεγχο από τον χρήστη στον οποίο ανήκουν.

Σχήμα 3

Η καλύτερη εναλλακτική που έχουμε αυτή τη στιγμή είναι να χρησιμοποιήσουμε κάποιον ενδιάμεσο, τον οποίο ονομάζουμε “πάροχο ταυτότητας” (βλ. Σχήμα 3). Σε αυτό το πλαίσιο αρκεί  ο χρήστης να έχει μόνο ένα λογαριασμό σε αυτόν τον πάροχο και αυτός με τη σειρά του μπορεί να μας συνδέει με ιστότοπους και υπηρεσίες που συνεργάζονται μαζί του, αποκαλύπτοντας ορισμένα βασικά δεδομένα για μας. Για παράδειγμα, όλοι ξέρουμε τα κουμπιά που μας επιτρέπουν να κάνουμε login κάπου χωρίς να ανοίξουμε λογαριασμό αλλά χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό μας στο Google, το Twitter, το LinkedIn κτλ. Αυτή η λύση φυσικά έχει πολλά προβλήματα όσο αφορά στη προστασία της ιδιωτικότητας, καθώς ο μεσάζοντας μπορεί τώρα να ακολουθεί όλες τις κινήσεις μας στο Διαδίκτυο και να βλέπει όλες τις υπηρεσίες που χρησιμοποιούμε. Με άλλα λόγια ο χρήστης καλείται να συμβιβαστεί ως προς την ιδιωτικότητά του με αντάλλαγμα μεγαλύτερη ευκολία. Γι’ αυτό και τελικά αυτά τα μοντέλα δεν κατάφεραν να υιοθετηθούν ευρέως από τους χρήστες.

Η λύση σε όλα αυτά τα προβλήματα είναι γνωστή εδώ και δεκαετίες: το μοντέλο του μεσάζοντα πρέπει να σπάσει και ο χρήστης πρέπει να μπεί στο κέντρο της εικόνας ώστε να έχει τον έλεγχο του ποιός λαμβάνει στοιχεία της ταυτότητας του στο Διαδίκτυο και ποιά (Ο Kim Cameron ήταν ένας από αυτούς που πρότειναν ήδη από το 2008 μια τέτοια αρχιτεκτονική). Επιπλέον, τεχνολογίες που δίνουν αυτόν τον έλεγχο στον χρήστη υπάρχουν ήδη με τη μορφή κρυπτογραφικών εργαλείων εδώ και χρόνια. Ίσως ένα από τα πιο γνωστά είναι τα Zero Knowledge Proofs (ZKP) που δίνουν τη δυνατότητα στο χρήστη να μην στέλνει καν στοιχεία της ταυτότητας του στον πάροχο μιας υπηρεσίας, αν αυτό δεν είναι εντελώς απαραίτητο, αλλά να στέλνουν μόνο κρυπτογραφικές αποδείξεις για κάποιες ιδιότητες που έχουν αυτά τα στοιχεία. Για παράδειγμα ότι κάποιος είναι ενήλικας, χωρίς να αποκαλύπτει την ακριβή ημερομηνία γέννησής του. Παράλληλα μία ειδική κατηγορία-τεχνολογία ανώνυμων ηλεκτρονικών διαπιστευτηρίων γνωστή ως Privacy-ABCs (Privacy- Attribute Based Credentials) άρχισε να χρησιμοποιεί τα ZKP και να θέτει τα θεμέλια για δημιουργία πρακτικών συστημάτων. Μετά το 2010 αυτές οι τεχνολογίες ήρθαν στο επίκεντρο μέσω μιας σειράς μεγάλων Ευρωπαϊκών ερευνητικών προγραμμάτων που πειραματίστηκαν με πραγματικούς χρήστες και συνέβαλαν στην περαιτέρω ωρίμανσή τους.

Ωστόσο, σε ένα αποκεντρωμένο μοντέλο παρέμενε ως πρόσφατα ανοιχτό το πρόβλημα της εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας των συναλλαγών, καθώς δεν υπάρχει πλέον μια κεντρική αρχή που να είναι υπεύθυνη για την επικύρωσή τους. Και αυτό το κενό ήρθε να καλύψει η τεχνολογία blockchain που στην ουσία λειτουργεί ως ένα μητρώο δεδομένων και πληροφοριών (ledger) και μπορούμε να την εφαρμόσουμε για τις ανάγκες της ηλεκτρονικής ταυτοποίησης. Η θεμελιώδης διαφορά από τα υφιστάμενα μητρώα και βάσεις δεδομένων είναι ότι για την τήρησή του δεν είναι αρμόδια μία κεντρική αρχή, αλλά οι λεγόμενοι κόμβοι  (nodes). Με την επίτευξη συμφωνίας (consensus) ανάμεσα στους κόμβους δημιουργείται εμπιστοσύνη για την ορθότητα των στοιχείων που καταχωρούνται στο μητρώο.

Αυτή η εξέλιξη μαζί με κάποια ακόμα κομμάτια του παζλ που ήρθαν να συμπληρωθούν κυρίως από πλευράς τυποποίησης από το World Wide Web Consortium (W3C), έδωσαν μια νέα ώθηση στο μοντέλο αποκεντρωμένης ψηφιακής ταυτότητας, στο οποίο αναφερόμαστε πλέον με τον όρο Self-Sovereign Identity (SSI). Ο όρος αποδίδεται στον Christopher Allen, ο οποίος περιέγραψε το όραμα και τις αρχές του SSI σε ένα άρθρο που δημοσίευσε το 2016. Παρόλο που όλοι συμφωνούν ότι θα πρέπει να βρεθεί ένας καλύτερος όρος, ως τώρα δεν έχει βρεθεί ποιός μπορεί να είναι αυτός. Γεγονός είναι πάντως πως μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας, οργανισμοί τυποποίησης και κυβερνήσεις έχουν στρέψει την προσοχή τους σε αυτή την τεχνολογική εξέλιξη, η οποία καλπάζει πλέον με ταχύτατους ρυθμούς.

Ένα κεντρικό εργαλείο που επιτρέπει στους χρήστες να διαχειρίζονται οι ίδιοι την ψηφιακή τους ταυτότητα χωρίς να εξαρτώνται από έναν κεντρικό πάροχο υπηρεσιών ταυτότητας είναι το πορτοφόλι ψηφιακής ταυτότητας (digital identity wallet) το οποίο είναι προσωπικό ψηφιακό πορτοφόλι που επιτρέπει στους πολίτες να ταυτοποιούνται, να αποθηκεύουν και να διαχειρίζονται δεδομένα ταυτότητας και επίσημα έγγραφα σε ηλεκτρονική μορφή. Το ψηφιακό πορτοφόλι σαν έννοια δεν είναι καινούργια, καθώς οι περισσότεροι έχουμε ήδη ψηφιακά πορτοφόλια στα κινητά τηλέφωνά μας για να αποθηκεύουμε τις κάρτες επιβίβασης όταν ταξιδεύουμε, το πιστοποιητικό COVID,  ή για να φυλάσσουμε σε αυτά εικονικές τραπεζικές κάρτες ως βολικό μέσο πληρωμής. Το πορτοφόλι ψηφιακής ταυτότητας είναι κάτι αντίστοιχο, αλλά διαχειρίζεται διαπιστευτήρια που σχετίζονται με την ταυτότητά μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι περιορίζεται μόνο στα προσωπικά δεδομένα ταυτότητας, με τη στενή έννοια του όρου (όπως δηλαδή στη ψηφιακή ταυτότητα eID), αλλά μπορεί επίσης να περιέχει και άλλα (επίσημα ή μη) διαπιστευτήρια σε ηλεκτρονική μορφή, όπως άδειες οδήγησης, ή τίτλοι σπουδών.

Κατά συνέπεια, το πορτοφόλι ψηφιακής ταυτότητας επιτρέπει στους πολίτες να αποδεικνύουν την ταυτότητά τους ή άλλα ψηφιακά διαπιστευτήρια με κινητά μέσα προκειμένου να έχουν πρόσβαση σε διαδικτυακές υπηρεσίες ή να ανταλλάσσουν ψηφιακά έγγραφα. Επίσης του επιτρέπει να αποδεικνύουν μόνο ένα συγκεκριμένο ιδιοχαρακτηριστικό που περιέχεται μέσα σε ένα διαπιστευτήριο, όπως, λόγου χάρη, η ημερομηνία γέννησης. Αυτό είναι δυνατό χωρίς να αποκαλύπτεται η ταυτότητά τους ή άλλα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

Κάτι αντίστοιχο φυσικά δεν είναι δυνατόν με μια υλική ταυτότητα: όταν την δείχνουμε σε κάποιον, αποκαλύπτουμε όλα τα ιδιοχαρακτηριστικά που περιέχει. Υπάρχει όμως ακόμα κάτι που είναι εξίσου σημαντικό από την πλευρά της προστασίας της ιδιωτικότητας: η οποιαδήποτε αρχή που έχει εκδώσει τα ψηφιακά διαπιστευτήρια σε ένα σύστημα SSI δεν είναι σε θέση να γνωρίζει για ποιό λόγο ή για ποιές υπηρεσίες τα χρησιμοποιεί ο κάτοχός τους.

Αυτή λοιπόν είναι η επανάσταση που φέρνει το SSI στο τομέα της ηλεκτρονικής ταυτοποίησης, και η τεχνολογία πίσως από αυτό ονομάζεται “επαληθεύσιμα διαπιστευτήρια” (verifiable credentials). Τα επαληθεύσιμα διαπιστευτήρια είναι ένα πρότυπο W3C για υπογεγραμμένα κοντέινερ δεδομένων ταυτότητας. Κάθε διαπιστευτήριο περιέχει ένα σύνολο ανεξάρτητων επαληθεύσημων προτάσεων (claims) σχετικά με τον κάτοχο του διαπιστευτηρίου. Αυτές οι προτάσεις διατυπώνονται από μία αρχή, η οποία στην SSI ονομάζεται εκδότης του διαπιστευτηρίου. Η οντότητα (πρόσωπο, οργανισμός ή πράγμα) στην οποία εκδίδεται το διαπιστευτήριο, δηλαδή αυτός που θα το κρατήσει στο ψηφιακό πορτοφόλι του, ονομάζεται κάτοχος του διαπιστευτηρίου. Οι προτάσεις σε ένα διαπιστευτήριο μπορούν να αναφέρουν δεδομένα σχετικά με τον κάτοχο, όπως χαρακτηριστικά (ηλικία, ύψος, βάρος, κ.λπ.), σχέσεις (μητέρα, πατέρας, εργοδότης, υπηκοότητα ή άλλα) ή δικαιώματα (ιατρικές παροχές, προνόμια βιβλιοθήκης, ιδιότητα μέλους ανταμοιβές, νόμιμα δικαιώματα και ούτω καθεξής).

Για να πληρούν τις προϋποθέσεις ενός διαπιστευτηρίου, οι προτάσεις πρέπει να είναι με κάποιο τρόπο επαληθεύσιμες. Αυτό σημαίνει ότι ένας επαληθευτής πρέπει να είναι σε θέση να προσδιορίσει τα ακόλουθα:

Ποιος εξέδωσε το διαπιστευτήριο

Ότι δεν έχει παραβιαστεί από τότε που εκδόθηκε

Ότι δεν έχει λήξει ή δεν έχει ανακληθεί

Σχήμα 4

Όλα τα παραπάνω γίνονται εφικτά με το τελευταίο κομμάτι του παζλ, τα αποκεντρωμένα αναγνωριστικά (Decentralised Identifiers ‘DIDs’). Το DID είναι ένα μοναδικό αναγνωριστικό το οποίο δημιουργείται τυχαία από τη μεριά του χρήστη και είναι υπό τον πλήρη έλεγχό του. Όταν μια εκδούσα αρχή εκδίδει ένα επαληθεύσιμο διαπιστευτήριο σε ένα χρήστη, επισυνάπτει το δημόσιο DID του σε αυτό το διαπιστευτήριο. Το ίδιο δημόσιο DID αποθηκεύεται επίσης στο blockchain (βλ. Σχήμα 4). Όταν κάποιος θέλει να επαληθεύσει τη γνησιότητα/εγκυρότητα του διαπιστευτηρίου, μπορεί να το πετύχει ελέγχοντας το DID στο blockchain χωρίς να χρειάζεται να επικοινωνήσει με την αρχή που το εξέδωσε. Επίσης, δεν υπάρχει όριο στον αριθμό των DID που μπορούν να δημιουργηθούν, οπότε για κάθε επικοινωνία ή συναλλαγή στο Διαδίκτυο μπορεί κάποιος να δημιουργεί ένα καινούργιο DID και έτσι να αποτρέπει τη συσχέτιση των κινήσεών του και άρα την ιχνηλάτηση.

Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε δύο σημεία που συνήθως παρερμηνεύονται απο πολλούς. Πρώτον, κανένα προσωπικό δεδομένο δεν αποθηκεύεται στο blockchain. Όλα τα προσωπικά δεδομένα παραμένουν στη συσκευή του χρήστη και υπό τον έλεγχό του. Αυτό που αποθηκεύεται στο blockchain είναι ο μοναδικός αριθμός DID που σχετίζεται με κάθε επαληθεύσιμο διαπιστευτήριο του χρήστη. Ο παραλήπτης ενός επαληθεύσιμου διαπιστευτηρίου θα χρησιμοποιούσε αυτόν τον αριθμό DID για να εντοπίσει το κλειδί επαλήθευσης του αποστολέα, έτσι ώστε να επικυρώσει και να αποκωδικοποιήσει τα δεδομένα στο διαπιστευτήριο. Άρα λοιπόν το blockchain χρησιμοποιείτε για την ανταλλαγή κρυπτογραφικών κλειδιών, ελλείψει μια κεντρικής αρχής που διαχειριζόταν αυτή τη πληροφορία ως τώρα. Ωστόσο, αυτά τα κλειδιά δεν θεωρούνται ανωνυμοποιημένα δεδομένα αλλά ψευδωνυμοποιημένα δεδομένα και άρα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων (ΕΕ) 2016/679 (GDPR). Επιπλέον, στη περίπτωση που δεν αλλάζει το DID για κάθε συναλλαγή αλλά παραμένει το ίδιο, δημιουργούνται κίνδυνοι συσχέτισης όπως αναφέρεται και στο πρότυπο (παρ. 10.2 και 10.3) που κάνουν την εφαρμογή του GDPR ιδιαίτερα περίπλοκο θέμα. Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την προστασία δεδομένων στην υποδομή EBSI αναλύει το παραπάνω πρόβλημα πιο διεξοδικά.

Δεύτερον, η χρήση του blockchain δεν είναι αναγκαία για τη λειτουργία ενός συστήματος SSI. Είναι μόνο ένα πιθανό εργαλείο που προσφέρει  τις λειτουργίες αποθήκευσης, ενημέρωσης, διαγραφής/ανάκλησης των DID που μπορεί να προσφέρει ένα κεντρικό σύστημα, αλλά τώρα γίνεται με αποκεντρωμένο τρόπο. Στη θέση του blockchain θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε οποιαδήποτε τεχνολογία προσφέρει αντίστοιχες λειτουργίες, όπως για παράδειγμα η IPFS.

Σχήμα 5

Άρα λοιπόν, για να ανακεφαλαιώσουμε, το SSI υποστηρίζει μοναδικές ιδιότητες που επιτρέπουν τη προστασία της ιδιωτικότητας με τρόπο ουσιαστικό:

– Επιλεκτική Αποκάλυψη: Ο κάτοχος ενός διαπιστευτηρίου μπορεί να κοινοποιήσει μόνο τα χαρακτηριστικά αυτά που είναι απαραίτητα από τον πάροχο μιας υπηρεσίας και να παραλείψει τα υπόλοιπα (βλ. Σχήμα 5).

– Απόδειξη μηδενικής γνώσης: Ο κάτοχος ενός διαπιστευτηρίου μπορεί να αποδείξει μια ιδιότητα κάποιου χαρακτηριστικού που περιέχεται στο διαπιστευτήριο, χωρίς να αποκαλύψει την πραγματική του τιμή (π.χ. μπορείτε να αποδείξετε ότι είστε άνω των 18 χωρίς να αποκαλύψετε την ημερομηνία γέννησής σας).

– Μη συνδεσιμότητα: Η εκδοτική αρχή ενός διαπιστευτηρίου δεν είναι σε θέση να γνωρίζει για ποιό λόγο ή για ποιές υπηρεσίες το χρησιμοποιεί ο κάτοχός του. Επίσης η κάθε χρήση ενός διαπιστευτηρίου μπορεί να παραμείνει ασύνδετη με τη χρήση του σε μια διαφορετική υπηρεσία.

Το SSI ως προτεραιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Η ΕΕ έχει υιοθετήσει το όραμα του SSI συμπεριλαμβάνοντας το «ευρωπαϊκό αυτόνομο πλαίσιο ταυτότητας» (ESSIF) ως μέρος της «ευρωπαϊκής υποδομής υπηρεσιών blockchain» (EBSI). Το EBSI είναι μια πρωτοβουλία της ΕΕ, η οποία στοχεύει στην παροχή δημόσιας υποδομής blockchain για κυβερνητικές υπηρεσίες (σε επίπεδο ΕΕ). Το ESSIF, με τη σειρά του, βασίζεται σε αυτήν την υποδομή προκειμένου να αναπτύξει και να προωθήσει λύσεις SSI. Επιπλέον, το σύστημα που θα προκύψει στα πλαίσια του ESSIF θα πρέπει να είναι συμβατό με τις νομοθεσίες GDPR και eIDAS ώστε να προσφέρει τις ανώτερες δυνατές εγγυήσεις στο επίπεδο προστασίας των ευρωπαίων πολιτών. Ο στόχος είναι να παρέχει ένα σύστημα διαχείρισης της ταυτότητας για τους πολίτες βασισμένο σε blockchain, το οποίο, αντίστοιχα με ένα πραγματικό πορτοφόλι, θα αποθηκεύει την ταυτότητα, την άδεια οδήγησης, την κάρτα υγείας, την ταυτότητα φοιτητή κ.λπ. σε ένα ψηφιακό πορτοφόλι, το οποίο θα είναι υπό τον πλήρη έλεγχο των πολιτών. Με αυτόν τον τρόπο μεταβαίνουμε στην εποχή της ψηφιακής ταυτότητας με όλα τα πλεονεκτήματα που αυτό έχει, όπως η προστασία του απορρήτου, η προστασία προσωπικών δεδομένων και ο έλεγχος μόνο από τον χρήστη.

Παράλληλα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε την ενημέρωση του κανονισμού ΕΕ 910/2014 (eIDAS) για τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Πλαισίου Ψηφιακής Ταυτότητας. Αυτή η πρόταση συζητείται επί του παρόντος από τις επιτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και περιλαμβάνει αρκετές πτυχές σχετικά με το SSI. Υποστηρίζει ιδίως την ιδέα ενός «ευρωπαϊκού πορτοφολιού ψηφιακής ταυτότητας» (European Digital Identity Wallet), το οποίο είναι ένα προϊόν και μια υπηρεσία που επιτρέπει στον χρήστη να αποθηκεύει διαπιστευτήρια και χαρακτηριστικά που συνδέονται με την ταυτότητά του και να τα επιδεικνύει κατόπιν αιτήματος online και offline προκειμένου να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες. Ωστόσο, η πρόταση στερείται ακόμα σαφήνειας σχετικά με κάποια μέτρα προστασίας ασφαλείας και ιδιωτικότητας, τα οποία βρίσκονται ακόμα υπό συζήτηση. Η έκθεση που δημοσιεύτηκε πρόσφατα με την υποστήριξη της EDRi παίρνει κριτική στάση απέναντι στην παρούσα πρόταση και προτείνει συγκεκριμένες βελτιώσεις.

Σε εθνικό επίπεδο πολλές Ευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη ανακοινώσει πρωτοβουλίες για την προώθηση ενός αποκεντρωμένου πορτοφολιού ψηφιακής ταυτότητας, συμπεριλαμβανομένων της Γερμανίας, Φινλανδίας και Ισπανίας. Αλλά και εκτός Ευρωπαϊκής ένωσης αξίζει να αναφέρουμε τα παραδείγματα του Καναδά (Βρετανική Κολούμπια, Οντάριο) και της Λατινικής Αμερικής. Η έκθεση που δημοσίευσε την περασμένη εβδομάδα ο ENISA πάνω στις τεχνολογίες SSI δίνει μια ολοκληρωμένη εικόνα των πρωτοβουλιών SSI που βρίσκονται σε εξέλιξη στην Ευρώπη.

Τέλος αξίζει να τονίσουμε ότι υποδομές δεδομένων στην Ευρώπη όπως το GAIA-X θα χρησιμοποιούν επίσης το SSI για επαλήθευση της ταυτότητας και εξουσιοδότηση του χρήστη, καθώς το επίπεδο που εξασφαλίζει το άνοιγμα ενός απλού λογαριασμού πελάτη είναι ανεπαρκές και η απαραίτητη ασφάλεια καθίσταται δυνατή μόνο με την επαλήθευση της ταυτότητας του χρήστη, κάτι που το SSI μπορεί να εξασφαλίσει σεβόμενο παράλληλα την ιδιωτικότητα των χρηστών.

Εκκρεμούντα ζητήματα

H ακριβής υλοποίηση και οι τεχνικές προδιαγραφές των δομικών λίθων του SSI όπως π.χ. του πορτοφολιού ψηφιακής ταυτότητας  δεν έχουν ακόμη καθοριστεί, και πολλά τεχνικά θέματα παραμένουν ανοιχτά. Ένα θεμελιώδες θέμα που εκκρεμεί είναι η διακυβέρνηση συστημάτων SSI για τη διαχείριση της εμπιστοσύνης και οι τεχνικές λύσεις που απαιτούνται ως επακόλουθο.

Με την αφαίρεση των ενδιάμεσων που είχαν τον έλεγχο των κρυπτογραφικών κλειδιών στα κεντροποιημένα συστήματα, ο έλεγχος αυτών των κλειδιών περνάει στους χρήστες στα συστήματα SSI. Μόνο ο χρήστης ξέρει και ελέγχει πλέον το ιδιωτικό κλειδί που αντιστοιχεί στο DID του, το οποίο είναι αποθηκευμένο στο ψηφιακό του πορτοφόλι. Με αυτό το κλειδί υπογράφει όλα τα διαπιστευτήρια που παρουσιάζει στον επαληθευτή. Οπότε δημιουργείται αμέσως ένα σημαντικό ζήτημα εμπιστοσύνης: Πώς μπορεί ένας επαληθευτής να είναι σίγουρος ότι το κλειδί του χρήστη πίσω από τα επαληθεύσιμα διαπιστευτήρια δεν έχει παραβιαστεί; Αυτό μεταφράζεται καλύτερα στο εξής ερώτημα: Αν το ψηφιακό πορτοφόλι βρίσκεται αποθηκευμένο στη κινητή συσκευή του χρήση, πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι η συσκευή αυτή δεν έχει παραβιαστεί από έναν εισβολέα ο οποίος έχει πλέον τον έλεγχο του ψηφιακού πορτοφολιού και των κλειδιών; Αυτό απαιτεί μηχανισμούς ασφαλείας με χρήση τεχνολογιών όπως Trusted Computing, ώστε να μπορέσουμε να επαληθεύσουμε την ορθότητα του πορτοφολιού (ως λογισμικό). Στην Ελλάδα η εταιρία Ubitech πρωτοπορεί στην ανάπτυξη τέτοιων λύσεων στα πλαίσια του ESSIF.

Ένα αντίστοιχο πρόβλημα εμπιστοσύνης που πρέπει να αντιμετωπίσουν τα συστήματα που βασίζονται σε SSI είναι: Πώς μπορεί κανείς να εμπιστευτεί ότι η οντότητα που εκδίδει τα διαπιστευτήρια είναι στην πραγματικότητα η οντότητα που ισχυρίζεται ότι είναι; Το SSI από μόνο του επιτρέπει σε οποιοδήποτε να εκδίδει διαπιστευτήρια. Οπότε εάν, για παράδειγμα, κάποιος μπορούσε να εκδώσει διαπιστευτήρια στο όνομα του «Πανεπιστημίου Πατρών», προκύπτει σαφώς πρόβλημα εμπιστοσύνης. Ένας επαληθευτής θα πρέπει να μπορεί να επαληθεύσει την ταυτότητα του εκδότη μέσω ενός κοινού πλαισίου εμπιστοσύνης. Για παράδειγμα θα μπορούσε το eIDAS να πάρει αυτό το ρόλο αλλά δεν αρκεί να καλύψει όλο το εύρος εφαρμογών. Υπάρχουν λοιπόν πρότζεκτ, και πάλι στα πλαίσια του ESSIF, που δουλεύουν προς αυτή τη κατεύθυνση.

Ένα άλλο μεγάλο θέμα που παραμένει ανοιχτό είναι το ερώτημα εάν θα μπορέσει ένας χρήστης να πάρει το βάρος της διαχείρισης της ψηφιακής του ταυτότητας πάνω του και να καταβάλλει αυτήν την επιπλέον προσπάθεια από το μέρος του χωρίς να χρειάζεται να βασίζεται σε τρίτους. Για παράδειγμα, ένα πρόβλημα είναι η διαχείριση του ψηφιακού πορτοφολιού και των κρυπτογραφικών κλειδιών που συνδέονται με αυτό.  Σε αυτήν την περίπτωση, το backup και η ανάκτηση των κλειδιών γίνεται αποκλειστική ευθύνη του χρήστη με όλες τις συνέπειες σε περίπτωση μόνιμης απώλειας. Για να μπορέσουν οι περισσότερους χρήστες να το διαχειριστούν αυτό, θα πρέπει να εμπλακεί κάποιος τρίτος για να το αναλάβει εκ μέρους τους, δημιουργώντας την ανάγκη ενός συμβιβασμού από μεριάς ιδιωτικότητας για περισσότερη ευκολία. Έτσι λοιπόν αναπτύσσονται μηχανισμοί όπως τα Αποκεντρωμένα Συστήματα Διαχείρισης Κλειδιών (DKMS), κάτω από ένα παγκόσμιο διαλειτουργικό πρότυπο για φορητά ψηφιακά πορτοφόλια. Το DKMS θα επιτρέπει στους χρήστες να βασίζονται σε μια εφαρμογή τρίτου για τη διαχείριση των ψηφιακών πορτοφολιών τους, και ειδικότερα να βοηθά στην ανάκτηση κλειδιών.

Συμπεράσματα

Η ψηφιακή ταυτοποίηση αποτελεί θεμελιώδη λίθο όχι μόνο για την επιτυχία της ψηφιοποίησης στην εποχή μας, αλλά και για τη διατήρηση μιας ανοιχτής, δημοκρατικής και βιώσιμης κοινωνίας. Για αξιόπιστες και ασφαλείς αλληλεπιδράσεις η τεχνολογία SSI μπορεί να εξασφαλίσει το κατάλληλο πλαίσιο αναγνώρισης και επαλήθευσης ψηφιακών ταυτοτήτων με επίκεντρο τον χρήστη, ο οποίος καταστείται κυρίαρχος των δεδομένων του.

Ωστόσο, είναι ζωτικής σημασίας τα συστήματα ψηφιακής ταυτότητας να σχεδιάζονται, να εφαρμόζονται και να ρυθμίζονται υπεύθυνα για να διασφαλίζονται τα απαραίτητα πρότυπα ιδιωτικότητας και ασφάλειας. Αυτό δεν είναι μόνο τεχνικό πρόβλημα, αλλά απαιτεί την στενή συνεργασία των νομοθετικών και ρυθμιστικών φορέων που σχεδιάζουν ή ελέγχουν τέτοια συστήματα με εμπειρογνώμονες σε θέματα ασφάλειας, οργανώσεις προστασίας των ψηφιακών δικαιωμάτων, υποστηρικτές των πολιτικών δικαιωμάτων και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς.

Παρακάτω ανακεφαλαιώνουμε αυτά που θεωρούμε ως σημαντικότερα συμπεράσματα μέσα από την ανάλυση που κάναμε σε αυτό το άρθρο:

Τα συστήματα SSI δεν είναι απαραίτητο να βασίζονται στη χρήση blockchain. Κάτι τέτοιο αυξάνει την πολυπλοκότητα του συνολικού συστήματος με πρωτόκολλα και διαδικασίες για τις οποίες δεν υπάρχουν ακόμη αξιόπιστα στοιχεία για την ασφάλειά τους ούτε έχουν ολοκληρωθεί ακόμα οι διαδικασίες τυποποίησής τους. Στη περίπτωση που καταφύγουμε στη λύση του blockchain θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι δεν αποθηκεύονται εκεί προσωπικά δεδομένα ούτε επιτρέπεται η διεξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με το ευαίσθητο περιεχόμενο των διαπιστευτηρίων, καθώς η αποθήκευση πληροφοριών στο blockchain είναι μόνιμη και δεν υπάρχει τεχνικά η δυνατότητα διαγραφής.

Η διαχείριση των κλειδιών παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στα συστήματα SSI. Η απώλεια των ιδιωτικών κλειδιών δεν μπορεί να αποφευχθεί πάντα, αλλά αυτό δεν θα πρέπει να οδηγεί στην απώλεια των αντίστοιχων διαπιστευτηρίων. Είναι απαραίτητος ένας μηχανισμός ανάκτησης κλειδιών που να συνοδεύεται με υψηλό επίπεδο μέτρων ασφαλείας λειτουργούν τοπικά στην συσκευή του χρήστη, αλλά τις διαχειρίζεται μια εξωτερική υπηρεσία (π.χ. στο cloud), τότε ο χρήστης εξαρτάται από την εν λόγω υπηρεσία καθώς και από την διαθεσιμότητά της. Αυτό περιορίζει σε ένα βαθμό την κυριαρχία του πάνω στα δεδομένα ταυτότητάς του.

Θα πρέπει να υπάρχει ένα σαφώς καθορισμένο μοντέλο για την διαμόρφωση εμπιστοσύνης μεταξύ όλων των εμπλεκομένων σε ένα σύστημα SSI. Ειδικότερα από τη πλευρά του χρήστη, η σύνδεση των ψηφιακών δεδομένων ταυτότητας με τον κάτοχό τους πρέπει να διασφαλίζεται με τεχνικά μέτρα. Πρέπει να διασφαλίζεται ότι μόνο ο κάτοχος της ταυτότητας μπορεί να χρησιμοποιεί τα διαπιστευτήρια και ότι δεν επιτρέπεται να τα διαβιβάσει σε τρίτους. Θα πρέπει να εξασφαλίζεται επίσης ότι κανένας τρίτος δεν έχει τη δυνατότητα  να πάρει τον έλεγχο του ψηφιακού πορτοφολιού και των κλειδιών του χρήστη.

* Ο Ιωάννης Κροντήρης είναι απόφοιτος του τμήματος Μηχανικών Η/Υ του Πολυτεχνείου Κρήτης και κατέχει διδακτορικό τίτλο στην Πληροφορική από το Πανεπιστήμιο του Mannheim της Γερμανίας. Απο το 2014 εργάζεται ως ερευνητής σε θέματα τεχνολογιών προστασίας της ιδιωτικότητας στο ερευνητικό κέντρο της Huawei στο Μόναχο.

Πηγή άρθρου: https://www.homodigitalis.gr/posts/10969

Leave a Comment