Οι τροπολογίες της Οδηγίας για τα πνευματικά δικαιώματα που υιοθέτησε το Ευρωκοινοβούλιο προχθές επιβεβαιώνουν ότι η ηγεμονία των συντηρητικών δυνάμεων στην Ευρώπη είναι ισχυρότερη από οπουδήποτε αλλού. Η εισαγωγή προληπτικής λογοκρισίας στον ψηφιακό κόσμο (φίλτρα προληπτικής λογοκρισίας) θα βλάψει τους παραγωγούς πολιτιστικού έργου, στο όνομα των οποίων γίνεται, καθώς και την ελευθερία του λόγου.
Το Διαδίκτυο είναι μια διαδραστική παγκόσμια δομή. Σκοπός του δεν είναι μόνο να διαμοιράσει περιεχόμενο για κατανάλωση, αυτό το κάνει ήδη η τηλεόραση, αλλά να μας επιτρέψει να γίνουμε συμπαραγωγοί, να συνδιαμορφώσουμε τον λόγο που διακινείται μέσα από τα δίκτυα, κάτι που στην Ελλάδα έχει γίνει από το 2008 και μετά σε πολλές περιπτώσεις. Θα μπορούσε να συμβεί αυτό εάν δεν χρησιμοποιούσαμε links (κάτι που το Ευρωκοινοβούλιο θέλει να περιορίσει), εάν δεν παραπέμπαμε σε πήγες στα ΜΜΕ κι αν δεν παραφράζαμε ώστε να αποδώσουμε το πολιτικό νόημα κάθε διαφορετικής στιγμής; Αν δεν μπορούσαμε να αποδώσουμε συναισθήματα χρησιμοποιώντας προϊόντα του πολιτισμού, όπως σκηνές από ταινίες ή μουσικά τραγούδια, δίπλα σε πολιτικές αναλύσεις προκειμένου να σατιρίσουμε, να καυτηριάσουμε, να σχολιάσουμε και εν τέλει να ασκήσουμε κριτική; Συνθέτουμε συλλογικά νοήματα όχι μόνο γράφοντας, αλλά ανανοηματοδοτώντας μέσα από διαρκή remix, βγάζοντας την πληροφορία από το κανάλι για το οποίο έχει παραχθεί προκειμένου να της δώσουμε διαφορετικό περιεχόμενο.
Αν η ιδέα ότι η ελεύθερη διακίνηση πληροφοριών οδηγεί σε εκδημοκρατισμό των κοινωνιών αποδείχτηκε μια φιλελεύθερη πλάνη, αυτό δεν σημαίνει ότι ένα περιβάλλον εταιρικής λογοκρισίας θα το πετύχει. Φανταστείτε αν, αντί για φίλτρα προστασίας των συμφερόντων κατόχων πνευματικών δικαιωμάτων, εισήγαγε κάποιος φίλτρα λογοκρισίας πολιτικών πεποιθήσεων προκειμένου να ελέγξει, για παράδειγμα, τον φασιστικό λόγο. Πρόκειται για μια πολιτική μάχη που δίνεται σε πολλά επίπεδα ταυτόχρονα και δεν θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί διά της απαγόρευσης, αλλά αντίθετα απαιτεί εκπαίδευση, την παραγωγή δομών οι οποίες να τον αποβάλλουν μόνες τους, αγώνα σε διαφορετικά κοινωνικά κύτταρα, όπως στην οικογένεια, στο σχολείο, τον χώρο δουλειάς κ.α. Αγωνιζόμαστε ταυτόχρονα για τη γλώσσα που θα επικρατήσει στη συζήτηση, όπως έγινε, ας πούμε, στην περίπτωση του προσφυγικού προβλήματος, και για τα δίκτυα μέσα από τα οποία θα μεταδοθεί αυτή η γλώσσα με σκοπό την παραγωγή πολιτικών νοημάτων τα οποία στη συνέχεια οδηγούν σε δράση. Με το πρόσχημα της προστασίας του πολιτιστικού εμπορίου μπορεί να ελεγχθεί η διακίνηση των προϊόντων μαζικής κουλτούρας, αλλά θα πληγεί και το δικαίωμα στην κριτική.
Τα πολυεθνικά λόμπι της δισκογραφίας και των μεγάλων εκδοτικών και κινηματογραφικών ομίλων έχουν κατορθώσει να επιβάλουν μια ρητορική που παρουσιάζει τα συμφέροντά τους ως συμφέροντα των δημιουργών, κάτι που απέχει από την αλήθεια, όπως αποδεικνύουν τα οικονομικά στοιχεία των ψηφιακών πλατφορμών. Δύο βασικά χαρακτηριστικά της πολιτικής οικονομίας του ψηφιακού είναι ότι αίρει τη διάκριση πρωτοτύπου και αντιγράφου, ενώ ταυτόχρονα μπαίνει σε περιοχές κοινωνικής κατανάλωσης και χρήσης διά της διασποράς ψηφιακών συσκευών (υπολογιστές, smartphones). Επιπλέον, οδηγεί στην κατανάλωση εντός της εταιρικής πλατφόρμας και όχι σε ιδιωτικό χώρο. Δεν γνωρίζουμε πόσοι δίσκοι βινυλίου αγοράστηκαν και αντιγράφηκαν σε κασέτες σε έναν χρόνο στη χώρα κατά τη δεκαετία του ’80, όμως είμαστε σίγουροι ότι υπάρχουν πολλές περισσότερες ψηφιακές συσκευές σήμερα από όσα πικάπ και τηλεοράσεις υπήρχαν τότε και ότι μέσα στις μεγάλες πλατφόρμες καταναλώνεται εκθετικά περισσότερο πολιτιστικό περιεχόμενο.
Ευνοεί αυτή η δομή την περαιτέρω παραγωγή πολιτιστικού έργου, την αποκέντρωση και την ποικιλομορφία ή οδηγεί σε περαιτέρω συρρίκνωση των εσόδων και αύξηση των κερδών όσων είναι στην κορυφή της πυραμίδας; Σύμφωνα με την πρωτοβουλία καλλιτεχνών για ένα ηθικό και βιώσιμο Διαδίκτυο, για κάθε εκατομμύριο θεάσεις ενός βίντεο στο YouTube ο κάτοχος πνευματικού δικαιώματος φαίνεται να λαμβάνει 1.750 δολάρια στις ΗΠΑ. Στην πλατφόρμα Spotify υπολογίζεται ότι ο ίδιος ο παραγωγός συνήθως λαμβάνει το 1/10 αυτού. Και ενώ τα έσοδα από διαφημίσεις κάθε φορά που προβάλλεται ένα βίντεο είναι σημαντικά, μόνο το 0,33% των μουσικών βίντεο περνάνε το εκατομμύριο θεάσεις, ενώ το 53% έχουν ώς 500 θεάσεις. Αντίστοιχα, σύμφωνα με την ίδια πρωτοβουλία, τρία εκατομμύρια θεάσεις στις πλατφόρμες φαίνεται πως ισοδυναμούν με το κατέβασμα 1.170 δίσκων από το iΤunes, το οποίο εν προκειμένω μπορούμε να θεωρήσουμε ανάλογο των πωλήσεων στην εποχή της αναλογικής τεχνολογίας.
Με άλλα λόγια, οι πλατφόρμες διευρύνουν το χάσμα μεταξύ των καλλιτεχνών αντί να δημιουργούν ένα είδος “μεσαίας” τάξης. Πιστεύει κανείς ότι εταιρικές δομές όπως η ΑΕΠΙ σε διαπραγμάτευση με πλατφόρμες θα μπορέσουν να βελτιώσουν την θέση των παραγωγών πολιτιστικού έργου; Τα φίλτρα και οι διαδικασίες νομιμοποίησης πίσω από αυτά δεν σταματούν την παρανομία -οι μηχανισμοί που επενδύουν στις παράνομες οικονομίες έχουν και τους τρόπους να το επιτύχουν-, αλλά αντίθετα στοχεύουν στο να πειθαρχήσουν παραγωγούς και καταναλωτές στα συμφέροντα των ρυθμιστών της αγοράς, οι οποίοι δημιουργούν και τους όρους. Σημαντικότερο όμως είναι ότι το λόμπι των πολυεθνικών της δισκογραφίας, των εκδοτών και των στούντιο, όταν μιλάει για «παράνομη διακίνηση», κατορθώνει να πείσει τους δημιουργούς ότι το στενό τους συμφέρον είναι το μόνο – τους αφαιρεί δηλαδή τη δυνατότητα να δουν τη σημαντική πολιτική, κοινωνική, ηθική διάσταση της δουλειάς τους και τον πραγματικό αντίκτυπο στην κοινωνία.
Όπως οι τεχνολογίες δεν είναι ουδέτερες, έτσι δεν είναι και μαγικές. Δεν μπορεί να υπάρξει μια μηχανή που ρυθμίζει με απόλυτο τρόπο τα πράγματα, γιατί στην πραγματικότητα οι τεχνολογίες υλοποιούν πολιτικές. Οι πολιτικές που χρειάζεται να δυναμώσουμε στα δίκτυα πρέπει να ικανοποιούν αρχές όπως η κοινωνική επιστροφή, η διεύρυνση της πολιτιστικής δημιουργίας, η διάδοση της γνώσης και της παιδείας και όχι απαραίτητα η προστασία της βιομηχανίας και των δικαιωμάτων της. Η Ευρώπη σήμερα συμμαχεί με τα υπάρχοντα ψηφιακά μονοπώλια κλείνοντας το περιεχόμενο. Πρόκειται για μια αμυντική στάση απέναντι σε μια επιθετική αμερικανική πολιτική, η οποία δεν επιθυμεί μόνο τη ρύθμιση για να προστατεύσει τα συμφέροντά της, αλλά επενδύει πολύ πιο επιθετικά στην τεχνολογική καινοτομία από ό,τι η ίδια.
Πηγή άρθρου: http://www.avgi.gr/